-
1 παράπτομαι
A apply, of ointments, Asclep. ap. Gal.12.584, 681, cf.13.250, Aët.12.34 :—[voice] Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, dub. l. in S.OC 717 (lyr.); π. σανίδων fixed along planks, Apollod.Poliorc.173.15.II [voice] Med., touch in passing or slightly, Men.66.4, Plu.Cleom.37 ; αὐτοῦ δακτύλῳ π. Sor. 1.108.2 touch by mistake, Hippiatr.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράπτομαι
См. также в других словарях:
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek